σκίμπων

σκίμπων
σκίμπων,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκίμπων — ωνος, ὁ, Α βλ. σκίπων …   Dictionary of Greek

  • σκίπων — και σκίμπων και σκήπων, ωνος, ὁ, Α 1. σκήπτρο 2. βακτηρία, μπαστούνι («σκίπων, γεροντικὸν ὅπλον», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. τού σκῆπτρον* με επίθημα ων, ωνος (πρβλ. κύφων, δόλων) που συνδέεται με το λατ. scipio, iōnis «βακτηρία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”